- φιλογέωργος
- -ον, Ααυτός που αγαπά τη γεωργία και τον αγροτικό βίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + γεωργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλογέωργος — fond of husbandry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογέωργον — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem acc sg φιλογέωργος fond of husbandry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογεωργότατος — φιλογέωργος fond of husbandry masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογεώργους — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογεώργῳ — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογέωργοι — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογεωργία — ἡ, Α [φιλογέωργος] η αγάπη για τη γεωργία και τις γεωργικές εργασίες … Dictionary of Greek